- σκολιόβουλος
- -ον, Ααυτός που σκέπτεται με πανούργο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος, στριφνός» + -βουλος (< βουλή «σκέψη»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκολιόβουλος — of crooked counsel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιοβούλους — σκολιόβουλος of crooked counsel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιόβουλοι — σκολιόβουλος of crooked counsel masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)